ευέλικτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευέλικτος | η | ευέλικτη | το | ευέλικτο |
| γενική | του | ευέλικτου | της | ευέλικτης | του | ευέλικτου |
| αιτιατική | τον | ευέλικτο | την | ευέλικτη | το | ευέλικτο |
| κλητική | ευέλικτε | ευέλικτη | ευέλικτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευέλικτοι | οι | ευέλικτες | τα | ευέλικτα |
| γενική | των | ευέλικτων | των | ευέλικτων | των | ευέλικτων |
| αιτιατική | τους | ευέλικτους | τις | ευέλικτες | τα | ευέλικτα |
| κλητική | ευέλικτοι | ευέλικτες | ευέλικτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευέλικτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐέλικτος [1] (
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈve.li.ktow/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐έ‐λι‐κτος
Επίθετο
ευέλικτος, -η, -ο
- που κάνει εύκολα ελιγμούς, που ελίσσεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα κατεύθυνση
- (μεταφορικά) που προσαρμόζεται εύκολα
Μεταφράσεις
- ευέλικτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.