προσαρμόζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσαρμόζομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσαρμόζω

Ρήμα

προσαρμόζομαι

  1. (παθητική διάθεση) με προσαρμόζουν, με αλλάζουν ώστε να μπορώ να χρησιμεύσω σε διαφορετική εργασία ή περιβάλλον  δείτε τη λέξη προσαρμόζω
  2. (μέση διάθεση) προσαρμόζω τον εαυτό μου, αλλάζω ώστε να ανταποκριθώ σε διαφορετικό περιβάλλον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.