ευάρεστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευάρεστος | η | ευάρεστη | το | ευάρεστο |
| γενική | του | ευάρεστου | της | ευάρεστης | του | ευάρεστου |
| αιτιατική | τον | ευάρεστο | την | ευάρεστη | το | ευάρεστο |
| κλητική | ευάρεστε | ευάρεστη | ευάρεστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευάρεστοι | οι | ευάρεστες | τα | ευάρεστα |
| γενική | των | ευάρεστων | των | ευάρεστων | των | ευάρεστων |
| αιτιατική | τους | ευάρεστους | τις | ευάρεστες | τα | ευάρεστα |
| κλητική | ευάρεστοι | ευάρεστες | ευάρεστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευάρεστος < ελληνιστική κοινή εὐάρεστος < αρχαία ελληνική εὖ + ἀρέσκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈva.ɾe.stos/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ευάρεστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.