ευαρέστηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευαρέστηση | οι | ευαρεστήσεις |
| γενική | της | ευαρέστησης* | των | ευαρεστήσεων |
| αιτιατική | την | ευαρέστηση | τις | ευαρεστήσεις |
| κλητική | ευαρέστηση | ευαρεστήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ευαρεστήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευαρέστηση < ελληνιστική κοινή εὐαρέστησις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ευάρεστος
Μεταφράσεις
ευαρέστηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.