ευαρεστώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευαρεστώ < ελληνιστική κοινή εὐαρεστέω / εὐαρεστῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.va.ɾeˈsto/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ευάρεστος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ευαρεστώ | ευαρεστούσα | θα ευαρεστώ | να ευαρεστώ | ευαρεστώντας | |
| β' ενικ. | ευαρεστείς | ευαρεστούσες | θα ευαρεστείς | να ευαρεστείς | (ευαρέστει) | |
| γ' ενικ. | ευαρεστεί | ευαρεστούσε | θα ευαρεστεί | να ευαρεστεί | ||
| α' πληθ. | ευαρεστούμε | ευαρεστούσαμε | θα ευαρεστούμε | να ευαρεστούμε | ||
| β' πληθ. | ευαρεστείτε | ευαρεστούσατε | θα ευαρεστείτε | να ευαρεστείτε | ευαρεστείτε | |
| γ' πληθ. | ευαρεστούν(ε) | ευαρεστούσαν(ε) | θα ευαρεστούν(ε) | να ευαρεστούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ευαρέστησα | θα ευαρεστήσω | να ευαρεστήσω | ευαρεστήσει | ||
| β' ενικ. | ευαρέστησες | θα ευαρεστήσεις | να ευαρεστήσεις | ευαρέστησε | ||
| γ' ενικ. | ευαρέστησε | θα ευαρεστήσει | να ευαρεστήσει | |||
| α' πληθ. | ευαρεστήσαμε | θα ευαρεστήσουμε | να ευαρεστήσουμε | |||
| β' πληθ. | ευαρεστήσατε | θα ευαρεστήσετε | να ευαρεστήσετε | ευαρεστήστε | ||
| γ' πληθ. | ευαρέστησαν ευαρεστήσαν(ε) |
θα ευαρεστήσουν(ε) | να ευαρεστήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ευαρεστήσει | είχα ευαρεστήσει | θα έχω ευαρεστήσει | να έχω ευαρεστήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ευαρεστήσει | είχες ευαρεστήσει | θα έχεις ευαρεστήσει | να έχεις ευαρεστήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ευαρεστήσει | είχε ευαρεστήσει | θα έχει ευαρεστήσει | να έχει ευαρεστήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ευαρεστήσει | είχαμε ευαρεστήσει | θα έχουμε ευαρεστήσει | να έχουμε ευαρεστήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ευαρεστήσει | είχατε ευαρεστήσει | θα έχετε ευαρεστήσει | να έχετε ευαρεστήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ευαρεστήσει | είχαν ευαρεστήσει | θα έχουν ευαρεστήσει | να έχουν ευαρεστήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.