ἀρέσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀρέσκω < θέμα ἀρ- (πιθανόν, όπως στην ετυμολογική οικογένεια του ἀραρίσκω) + -έσκω [1]

Ρήμα

ἀρέσκω

  • συμβιβάζω τα πράγματα, καθησυχάζω
      4ος αιώνας πκε Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια» 1126b. 6
    ἐν δὲ ταῖς ὁμιλίαις καὶ τῷ συζῆν καὶ λόγων καὶ πραγμάτων κοινωνεῖν οἳ μὲν ἄρεσκοι δοκοῦσιν εἶναι, οἱ πάντα πρὸς ἡδονὴν ἐπαινοῦντες, καὶ οὐδὲν ἀντιτείνοντες, ἀλλ᾽ οἰόμενοι δεῖν ἄλυποι τοῖς ἐντυγχάνουσιν εἶναι· οἱ δ᾽ ἐξ ἐναντίας τούτοις πρὸς πάντα ἀντιτείνοντες καὶ τοῦ λυπεῖν οὐδ᾽ ὁτιοῦν φροντίζοντες δύσκολοι καὶ δυσέριδες καλοῦνται
    λείπει η μετάφραση

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • ἄρεσκος (καλοκάγαθος άνθρωπος)
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. «αρέσω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.