ευαρεστημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευαρεστημένος | η | ευαρεστημένη | το | ευαρεστημένο |
| γενική | του | ευαρεστημένου | της | ευαρεστημένης | του | ευαρεστημένου |
| αιτιατική | τον | ευαρεστημένο | την | ευαρεστημένη | το | ευαρεστημένο |
| κλητική | ευαρεστημένε | ευαρεστημένη | ευαρεστημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευαρεστημένοι | οι | ευαρεστημένες | τα | ευαρεστημένα |
| γενική | των | ευαρεστημένων | των | ευαρεστημένων | των | ευαρεστημένων |
| αιτιατική | τους | ευαρεστημένους | τις | ευαρεστημένες | τα | ευαρεστημένα |
| κλητική | ευαρεστημένοι | ευαρεστημένες | ευαρεστημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ευαρεστημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.