ευαρεστούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευαρεστούμαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐαρεστοῦμαι, συνηρημένος τύπος του εὐαρεστέομαι, παθητική φωνή του ρήματος εὐαρεστέω < εὐάρεστος < αρχαία ελληνική εὖ + ἀρέσκω {σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική être plu à)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.va.ɾeˈstu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευαρεστούμαι

Ρήμα

ευαρεστούμαι, π.αόρ.: ευαρεστήθηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι
  2. (επίσημο) έχω την ευχαρίστηση / χαίρομαι να κάνω κάτι
  3. (ειρωνικό) καταδέχομαι
    Επιτέλους, ευαρεστήθηκες να μας δώσεις σημασία;

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.