ερωτευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερωτευμένος η ερωτευμένη το ερωτευμένο
      γενική του ερωτευμένου της ερωτευμένης του ερωτευμένου
    αιτιατική τον ερωτευμένο την ερωτευμένη το ερωτευμένο
     κλητική ερωτευμένε ερωτευμένη ερωτευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερωτευμένοι οι ερωτευμένες τα ερωτευμένα
      γενική των ερωτευμένων των ερωτευμένων των ερωτευμένων
    αιτιατική τους ερωτευμένους τις ερωτευμένες τα ερωτευμένα
     κλητική ερωτευμένοι ερωτευμένες ερωτευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾo.tevˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερωτευμένος

Μετοχή

ερωτευμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.