επιφυλλίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιφυλλίδα | οι | επιφυλλίδες |
| γενική | της | επιφυλλίδας | των | επιφυλλίδων |
| αιτιατική | την | επιφυλλίδα | τις | επιφυλλίδες |
| κλητική | επιφυλλίδα | επιφυλλίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιφυλλίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιφυλλίς + -ίδα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική feuilleton[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.fiˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐φυλ‐λί‐δα
Ουσιαστικό
επιφυλλίδα θηλυκό
Συγγενικά
- επιφυλλιδογραφία
- επιφυλλιδογράφος
- → δείτε τις λέξεις επι και φύλλο
Αναφορές
- επιφυλλίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.