επιφυλλιδογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | επιφυλλιδογράφος | οι | επιφυλλιδογράφοι |
| γενική | του/της | επιφυλλιδογράφου | των | επιφυλλιδογράφων |
| αιτιατική | τον/την | επιφυλλιδογράφο | τους/τις | επιφυλλιδογράφους |
| κλητική | επιφυλλιδογράφε | επιφυλλιδογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιφυλλιδογράφος < επιφυλλίδ(α) + -ο- + -γράφος
Μεταφράσεις
επιφυλλιδογράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.