επιφυλλιδογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιφυλλιδογραφία | οι | επιφυλλιδογραφίες |
| γενική | της | επιφυλλιδογραφίας | των | επιφυλλιδογραφιών |
| αιτιατική | την | επιφυλλιδογραφία | τις | επιφυλλιδογραφίες |
| κλητική | επιφυλλιδογραφία | επιφυλλιδογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιφυλλιδογραφία < επιφυλλίδ(α) + -ο- + -γραφία
Μεταφράσεις
επιφυλλιδογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.