επιτελάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιτελάρχης | οι | επιτελάρχες |
| γενική | του | επιτελάρχη | των | επιτελαρχών |
| αιτιατική | τον | επιτελάρχη | τους | επιτελάρχες |
| κλητική | επιτελάρχη | επιτελάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.