επιστολογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιστολογραφικός | η | επιστολογραφική | το | επιστολογραφικό |
| γενική | του | επιστολογραφικού | της | επιστολογραφικής | του | επιστολογραφικού |
| αιτιατική | τον | επιστολογραφικό | την | επιστολογραφική | το | επιστολογραφικό |
| κλητική | επιστολογραφικέ | επιστολογραφική | επιστολογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιστολογραφικοί | οι | επιστολογραφικές | τα | επιστολογραφικά |
| γενική | των | επιστολογραφικών | των | επιστολογραφικών | των | επιστολογραφικών |
| αιτιατική | τους | επιστολογραφικούς | τις | επιστολογραφικές | τα | επιστολογραφικά |
| κλητική | επιστολογραφικοί | επιστολογραφικές | επιστολογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιστολογραφικός < επιστολογραφία / επιστολογράφος + -ικός
Επίθετο
επιστολογραφικός
- που έχει σχέση με την επιστολογραφία ή τον επιστολογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επιστολογράφος, επιστολή και γράφω
Μεταφράσεις
επιστολογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.