επιμελητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιμελητήριο | τα | επιμελητήρια |
| γενική | του | επιμελητηρίου & επιμελητήριου |
των | επιμελητηρίων |
| αιτιατική | το | επιμελητήριο | τα | επιμελητήρια |
| κλητική | επιμελητήριο | επιμελητήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιμελητήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επιμελητήριο ουδέτερο
- ο οργανισμός ο οποίος φροντίζει, προστατεύει και επιμελείται των συμφερόντων του κλάδου για τον οποίο συστάθηκε και θεωρείται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.