επιληπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιληπτικός η επιληπτική το επιληπτικό
      γενική του επιληπτικού της επιληπτικής του επιληπτικού
    αιτιατική τον επιληπτικό την επιληπτική το επιληπτικό
     κλητική επιληπτικέ επιληπτική επιληπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιληπτικοί οι επιληπτικές τα επιληπτικά
      γενική των επιληπτικών των επιληπτικών των επιληπτικών
    αιτιατική τους επιληπτικούς τις επιληπτικές τα επιληπτικά
     κλητική επιληπτικοί επιληπτικές επιληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιληπτικός < αρχαία ελληνική ἐπιληπτικός

Επίθετο

επιληπτικός, -ή, -ό

Ουσιαστικό

επιληπτικός αρσενικό (θηλυκό: επιληπτική)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.