σεληνιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σεληνιασμός | οι | σεληνιασμοί |
| γενική | του | σεληνιασμού | των | σεληνιασμών |
| αιτιατική | τον | σεληνιασμό | τους | σεληνιασμούς |
| κλητική | σεληνιασμέ | σεληνιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεληνιασμός < ελληνιστική σεληνιασμός
Μεταφράσεις
σεληνιασμός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σεληνιασμός < Σελήνη (λόγω της επικρατούσας παλαιότερα αντίληψης ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων της ασθένειας οφείλονταν στη Σελήνη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.