σεληνιασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεληνιασμός οι σεληνιασμοί
      γενική του σεληνιασμού των σεληνιασμών
    αιτιατική τον σεληνιασμό τους σεληνιασμούς
     κλητική σεληνιασμέ σεληνιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεληνιασμός < ελληνιστική σεληνιασμός

Ουσιαστικό

σεληνιασμός αρσενικό

  1. επιληψία

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σεληνιασμός < Σελήνη (λόγω της επικρατούσας παλαιότερα αντίληψης ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων της ασθένειας οφείλονταν στη Σελήνη)

Ουσιαστικό

σεληνιασμός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.