παροξυσμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παροξυσμικός | η | παροξυσμική | το | παροξυσμικό |
| γενική | του | παροξυσμικού | της | παροξυσμικής | του | παροξυσμικού |
| αιτιατική | τον | παροξυσμικό | την | παροξυσμική | το | παροξυσμικό |
| κλητική | παροξυσμικέ | παροξυσμική | παροξυσμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παροξυσμικοί | οι | παροξυσμικές | τα | παροξυσμικά |
| γενική | των | παροξυσμικών | των | παροξυσμικών | των | παροξυσμικών |
| αιτιατική | τους | παροξυσμικούς | τις | παροξυσμικές | τα | παροξυσμικά |
| κλητική | παροξυσμικοί | παροξυσμικές | παροξυσμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παροξυσμικός < παροξυσμός + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παροξυσμός, οξύνω και οξύς
Μεταφράσεις
παροξυσμικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.