επικηρυγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικηρυγμένος | η | επικηρυγμένη | το | επικηρυγμένο |
| γενική | του | επικηρυγμένου | της | επικηρυγμένης | του | επικηρυγμένου |
| αιτιατική | τον | επικηρυγμένο | την | επικηρυγμένη | το | επικηρυγμένο |
| κλητική | επικηρυγμένε | επικηρυγμένη | επικηρυγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικηρυγμένοι | οι | επικηρυγμένες | τα | επικηρυγμένα |
| γενική | των | επικηρυγμένων | των | επικηρυγμένων | των | επικηρυγμένων |
| αιτιατική | τους | επικηρυγμένους | τις | επικηρυγμένες | τα | επικηρυγμένα |
| κλητική | επικηρυγμένοι | επικηρυγμένες | επικηρυγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επικηρυγμένος < αρχαία ελληνική ἐπικεκηρυγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐπικηρύσσω
Μετοχή
επικηρυγμένος, -η, -ο
- που έχει επικηρυχθεί, που καταδιώκεται λόγω επικήρυξης των διωκτικών αρχών
- (μεταφορικά) ο κυνηγημένος, αυτός που τον αναζητούν πολλοί
- ※ είναι επικηρυγμένος από τα πεθερικά του
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επικηρύσσω και κηρύσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.