επικασσιτερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικασσιτερωμένος | η | επικασσιτερωμένη | το | επικασσιτερωμένο |
| γενική | του | επικασσιτερωμένου | της | επικασσιτερωμένης | του | επικασσιτερωμένου |
| αιτιατική | τον | επικασσιτερωμένο | την | επικασσιτερωμένη | το | επικασσιτερωμένο |
| κλητική | επικασσιτερωμένε | επικασσιτερωμένη | επικασσιτερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικασσιτερωμένοι | οι | επικασσιτερωμένες | τα | επικασσιτερωμένα |
| γενική | των | επικασσιτερωμένων | των | επικασσιτερωμένων | των | επικασσιτερωμένων |
| αιτιατική | τους | επικασσιτερωμένους | τις | επικασσιτερωμένες | τα | επικασσιτερωμένα |
| κλητική | επικασσιτερωμένοι | επικασσιτερωμένες | επικασσιτερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επικασσιτερωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επικασσιτερώνω
Μετοχή
επικασσιτερωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί επικασσιτέρωση, που έχει επιστρωθεί με κασσίτερο για να αποφύγει την οξείδωση
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κασσίτερος
Μεταφράσεις
επικασσιτερωμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.