επικασσιτερωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικασσιτερωμένος η επικασσιτερωμένη το επικασσιτερωμένο
      γενική του επικασσιτερωμένου της επικασσιτερωμένης του επικασσιτερωμένου
    αιτιατική τον επικασσιτερωμένο την επικασσιτερωμένη το επικασσιτερωμένο
     κλητική επικασσιτερωμένε επικασσιτερωμένη επικασσιτερωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικασσιτερωμένοι οι επικασσιτερωμένες τα επικασσιτερωμένα
      γενική των επικασσιτερωμένων των επικασσιτερωμένων των επικασσιτερωμένων
    αιτιατική τους επικασσιτερωμένους τις επικασσιτερωμένες τα επικασσιτερωμένα
     κλητική επικασσιτερωμένοι επικασσιτερωμένες επικασσιτερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικασσιτερωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επικασσιτερώνω

Μετοχή

επικασσιτερωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.