αγάνωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγάνωτος | η | αγάνωτη | το | αγάνωτο |
| γενική | του | αγάνωτου | της | αγάνωτης | του | αγάνωτου |
| αιτιατική | τον | αγάνωτο | την | αγάνωτη | το | αγάνωτο |
| κλητική | αγάνωτε | αγάνωτη | αγάνωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγάνωτοι | οι | αγάνωτες | τα | αγάνωτα |
| γενική | των | αγάνωτων | των | αγάνωτων | των | αγάνωτων |
| αιτιατική | τους | αγάνωτους | τις | αγάνωτες | τα | αγάνωτα |
| κλητική | αγάνωτοι | αγάνωτες | αγάνωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγάνωτος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγάνωτος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + γανώ(νω) + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈɣa.no.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γά‐νω‐τος
Επίθετο
αγάνωτος, -η, -ο
Αναφορές
- αγάνωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.