επιγραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιγραφικός | η | επιγραφική | το | επιγραφικό |
| γενική | του | επιγραφικού | της | επιγραφικής | του | επιγραφικού |
| αιτιατική | τον | επιγραφικό | την | επιγραφική | το | επιγραφικό |
| κλητική | επιγραφικέ | επιγραφική | επιγραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιγραφικοί | οι | επιγραφικές | τα | επιγραφικά |
| γενική | των | επιγραφικών | των | επιγραφικών | των | επιγραφικών |
| αιτιατική | τους | επιγραφικούς | τις | επιγραφικές | τα | επιγραφικά |
| κλητική | επιγραφικοί | επιγραφικές | επιγραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιγραφικός < ελληνιστική κοινή ἐπιγραφικός < αρχαία ελληνική ἐπιγραφή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική épigraphique)
Επίθετο
επιγραφικός -ή -ό
- που αναφέρεται στις αρχαίες επιγραφές
- επιγραφικό μουσείο
- (ουσιαστικοποιημένο) επιγραφική
Μεταφράσεις
επιγραφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.