επιβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιβλημένος | η | επιβλημένη | το | επιβλημένο |
| γενική | του | επιβλημένου | της | επιβλημένης | του | επιβλημένου |
| αιτιατική | τον | επιβλημένο | την | επιβλημένη | το | επιβλημένο |
| κλητική | επιβλημένε | επιβλημένη | επιβλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιβλημένοι | οι | επιβλημένες | τα | επιβλημένα |
| γενική | των | επιβλημένων | των | επιβλημένων | των | επιβλημένων |
| αιτιατική | τους | επιβλημένους | τις | επιβλημένες | τα | επιβλημένα |
| κλητική | επιβλημένοι | επιβλημένες | επιβλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιβάλλω χωρίς αναδιπλασιασμό
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.vliˈme.nos/
- συχνότερα, λόγιο: επιβεβλημένος (με αναδιπλασιασμό)
Μεταφράσεις
επιβλημένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.