επιβαρυντικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιβαρυντικά < επιβαρυντικ(ός) + -ά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επιβαρυντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (επιβαρυντικό) του επιβαρυντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.