επιβιβάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιβιβάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιβιβάζω
  2. θα επιβιβάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιβιβάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιβιβάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιβίβαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.