επανεπίχωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επανεπίχωση | οι | επανεπιχώσεις |
| γενική | της | επανεπίχωσης* | των | επανεπιχώσεων |
| αιτιατική | την | επανεπίχωση | τις | επανεπιχώσεις |
| κλητική | επανεπίχωση | επανεπιχώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανεπιχώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επανεπίχωση < επαν- + επίχωση < (ελληνιστική κοινή) ἐπίχωσις + -ση < ἐπιχώννυμι < χώννυμι < χόω
Ουσιαστικό
επανεπίχωση θηλυκό
- (γεωλογία) η εκ νέου ή από την αρχή σταδιακή κάλυψη ενός εδαφικού στρώματος από ένα άλλο
- Θα ακολουθήσουν πολύπλοκες εργασίες επιχώματα, λιθορριπές προστασίας, εκσκαφές, κατασκευή πρανών, τοιχίων, δαπέδων αλλά και επανεπιχώσεις , διαστρώσεις με γεωύφασμα, τοποθέτηση γεώσακων, κατασκευή οπλισμένου επιχώματος κ.ά.) προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.