επίχωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίχωση οι επιχώσεις
      γενική της επίχωσης* των επιχώσεων
    αιτιατική την επίχωση τις επιχώσεις
     κλητική επίχωση επιχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίχωση < ελληνιστική κοινή ἐπίχωσις + -ση < αρχαία ελληνική ἐπιχώννυμι / ἐπιχωννύω < χώννυμι / χωννύω < χόω

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.xo.si/

Ουσιαστικό

επίχωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.