λιθορριπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λιθορριπή | οι | λιθορριπές |
| γενική | της | λιθορριπής | των | λιθορριπών |
| αιτιατική | τη | λιθορριπή | τις | λιθορριπές |
| κλητική | λιθορριπή | λιθορριπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λιθορριπή θηλυκό
- στρώμα ακατέργαστων ή κατεργασμένων λίθων που χρησιμοποιείται σε τεχνικά, υδραυλικά ή άλλα έργα για συγκράτηση των εδαφών, προστασία από κατολισθήσεις, πλημμύρες κ.ά., ως κυματοθραύστης κ.λπ.
- στρώμα ακατέργαστων ή κατεργασμένων λίθων, που έχουν μετακινηθεί / πέσει από την αρχική τους θέση και κείτονται
Μεταφράσεις
λιθορριπή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.