λιθορριπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθορριπή οι λιθορριπές
      γενική της λιθορριπής των λιθορριπών
    αιτιατική τη λιθορριπή τις λιθορριπές
     κλητική λιθορριπή λιθορριπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθορριπή < λίθ(ος) + -ο- + ριπή

Ουσιαστικό

λιθορριπή θηλυκό

  1. στρώμα ακατέργαστων ή κατεργασμένων λίθων που χρησιμοποιείται σε τεχνικά, υδραυλικά ή άλλα έργα για συγκράτηση των εδαφών, προστασία από κατολισθήσεις, πλημμύρες κ.ά., ως κυματοθραύστης κ.λπ.
      Από τα κατάλοιπα που εντοπίστηκαν στη νότια πλευρά του Όρμου, ξεχωρίζουν, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, λιθορριπές (κυματοθραύστες), μόλος μήκους 40 μ. και μακρός τοίχος (μήκους 30 μ. περίπου) παράλληλος προς την ακτή, με συναπτόμενη τετράγωνη πυργοειδή (;) κατασκευή, διαστάσεων 6×6 μ. (*)
  2. στρώμα ακατέργαστων ή κατεργασμένων λίθων, που έχουν μετακινηθεί / πέσει από την αρχική τους θέση και κείτονται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.