γεωύφασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεωύφασμα τα γεωυφάσματα
      γενική του γεωυφάσματος των γεωυφασμάτων
    αιτιατική το γεωύφασμα τα γεωυφάσματα
     κλητική γεωύφασμα γεωυφάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωύφασμα < γεω- + ύφασμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική geotextile)

Ουσιαστικό

γεωύφασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.