ἐπίχωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπίχωσῐς | αἱ | ἐπιχώσεις | ||||
| γενική | τῆς | ἐπιχώσεως | τῶν | ἐπιχώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | ἐπιχώσει | ταῖς | ἐπιχώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἐπίχωσῐν | τὰς | ἐπιχώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | ἐπίχωσῐ | ἐπιχώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιχώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιχωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐπίχωσις < ἐπιχώννυμι < χώννυμι < χόω. Μορφολογικά, ἐπί- + χω- + -σις.
Πηγές
- ἐπίχωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.