πρανές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρανές | τα | πρανή |
| γενική | του | πρανούς | των | πρανών |
| αιτιατική | το | πρανές | τα | πρανή |
| κλητική | πρανές | πρανή | ||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρανές < ουδέτερο του πρανής < αρχαία ελληνική πρανής
Ουσιαστικό
πρανές ουδέτερο
- πλαγιά
- ≈ συνώνυμα:: κατωφέρεια
- επικλινής επιφάνεια, που έχει προκύψει φυσικά, είτε τεχνητά, (χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό «πρανή»)
- ※ Πρανή σε αποσαθρωμένα πετρώματα με πυκνό κατατμητικό σύστημα (εκτός των αργιλικών σχιστόλιθων και περιπτώσεων ομόρροπης προς το πρανές βύθισης κατατμήσεων, απαιτούν γωνία κλίσης κατασκευής μεταξύ 1H:2V to 1H:1V (63 to 45o) ή χρειάζονται αντιστήριξη. (Κατολισθήσεις & ευστάθεια τεχνητών πρανών, Κεφάλαιο 6, Σημειώσεις ΑΠΘ, )
- υπώρεια
Μεταφράσεις
πρανές
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.