πρανές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρανές τα πρανή
      γενική του πρανούς των πρανών
    αιτιατική το πρανές τα πρανή
     κλητική πρανές πρανή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρανές < ουδέτερο του πρανής < αρχαία ελληνική πρανής

Ουσιαστικό

πρανές ουδέτερο

  1. πλαγιά
     συνώνυμα:: κατωφέρεια
  2. επικλινής επιφάνεια, που έχει προκύψει φυσικά, είτε τεχνητά, (χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό «πρανή»)
      Πρανή σε αποσαθρωμένα πετρώματα με πυκνό κατατμητικό σύστημα (εκτός των αργιλικών σχιστόλιθων και περιπτώσεων ομόρροπης προς το πρανές βύθισης κατατμήσεων, απαιτούν γωνία κλίσης κατασκευής μεταξύ 1H:2V to 1H:1V (63 to 45o) ή χρειάζονται αντιστήριξη. (Κατολισθήσεις & ευστάθεια τεχνητών πρανών, Κεφάλαιο 6, Σημειώσεις ΑΠΘ, )
  3. υπώρεια
     συνώνυμα:: πρόποδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.