διαγωνιστεί
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαγωνιστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαγωνίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαγωνίζομαι
- θα διαγωνιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαγωνίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.