εξεταστεί
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εξεταστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξετάζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξετάζομαι
- θα εξεταστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξετάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.