εξεταστεί

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξεταστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξετάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξετάζομαι
  3. θα εξεταστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξετάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.