επανειλημμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επανειλημμένος | η | επανειλημμένη | το | επανειλημμένο |
| γενική | του | επανειλημμένου | της | επανειλημμένης | του | επανειλημμένου |
| αιτιατική | τον | επανειλημμένο | την | επανειλημμένη | το | επανειλημμένο |
| κλητική | επανειλημμένε | επανειλημμένη | επανειλημμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επανειλημμένοι | οι | επανειλημμένες | τα | επανειλημμένα |
| γενική | των | επανειλημμένων | των | επανειλημμένων | των | επανειλημμένων |
| αιτιατική | τους | επανειλημμένους | τις | επανειλημμένες | τα | επανειλημμένα |
| κλητική | επανειλημμένοι | επανειλημμένες | επανειλημμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επανειλημμένος < αρχαία ελληνική ἐπανειλημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐπαναλαμβάνω
Μετοχή
επανειλημμένος -η -ο
- που επαναλαμβάνεται, που έχει γίνει ή γίνεται πολλές φορές
- επανειλημμένες προτάσεις
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.