επαναληπτικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαναληπτικώς < μεσαιωνική ελληνική ἐπαναληπτικῶς → δείτε τη λέξη επαναληπτικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pa.na.li.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐λη‐πτι‐κώς
Μεταφράσεις
επαναληπτικώς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.