επαίρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επαίρομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαίρομαι (με επιπλέον σημασία: περηφανεύομαι), μέσος τύπος του ἐπαίρω (υψώνω, εγείρω) < ἐπί (ἐπ-) + αἴρω (σηκώνω). Δείτε επίσης το ρήμα παίρνω.

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpe.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαίρομαι

Ρήμα

επαίρομαι, μτχ.π.ε.: επαιρόμενος, μτχ.π.π.: επηρμένος αποθετικό ρήμα, συνήθως στον ενεστώτα, λόγιος αόριστος στο 3ο πρόσωπο: επήρθη

  • (λόγιο) λειτουργώ με αλαζονεία, με έπαρση
    Η κυβέρνηση επαίρεται για την επιτυχία της συνομολόγησης της συνθήκης φυσικού αερίου με την Ρωσία.

Συνώνυμα

(Χρειάζεται μεταφορά σε ρήμα όπως το περηφανεύομαι και σύνδεσμο προς εκεί από όλα τ' άλλα Sarri.greek  | 09:08, 2 Αυγούστου 2023 (UTC))

Συγγενικά

 και δείτε το ρήμα παίρνω & το μεσαιωνικό ἐπαίρνω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.