έπαρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έπαρμα | τα | επάρματα |
| γενική | του | επάρματος | των | επαρμάτων |
| αιτιατική | το | έπαρμα | τα | επάρματα |
| κλητική | έπαρμα | επάρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έπαρμα < αρχαία ελληνική ἔπαρμα < ἐπαίρω < ἐπί + αἴρω
Ουσιαστικό
έπαρμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
έπαρμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.