κομπορρημονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κομπορρημονώ < κομπορρήμων + -ώ < μεσαιωνική ελληνική κομπορρήμων
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κομπορρήμων
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κομπορρημονώ | κομπορρημονούσα | θα κομπορρημονώ | να κομπορρημονώ | κομπορρημονώντας | |
| β' ενικ. | κομπορρημονείς | κομπορρημονούσες | θα κομπορρημονείς | να κομπορρημονείς | (κομπορρημόνει) | |
| γ' ενικ. | κομπορρημονεί | κομπορρημονούσε | θα κομπορρημονεί | να κομπορρημονεί | ||
| α' πληθ. | κομπορρημονούμε | κομπορρημονούσαμε | θα κομπορρημονούμε | να κομπορρημονούμε | ||
| β' πληθ. | κομπορρημονείτε | κομπορρημονούσατε | θα κομπορρημονείτε | να κομπορρημονείτε | κομπορρημονείτε | |
| γ' πληθ. | κομπορρημονούν(ε) | κομπορρημονούσαν(ε) | θα κομπορρημονούν(ε) | να κομπορρημονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κομπορρημόνησα | θα κομπορρημονήσω | να κομπορρημονήσω | κομπορρημονήσει | ||
| β' ενικ. | κομπορρημόνησες | θα κομπορρημονήσεις | να κομπορρημονήσεις | κομπορρημόνησε | ||
| γ' ενικ. | κομπορρημόνησε | θα κομπορρημονήσει | να κομπορρημονήσει | |||
| α' πληθ. | κομπορρημονήσαμε | θα κομπορρημονήσουμε | να κομπορρημονήσουμε | |||
| β' πληθ. | κομπορρημονήσατε | θα κομπορρημονήσετε | να κομπορρημονήσετε | κομπορρημονήστε | ||
| γ' πληθ. | κομπορρημόνησαν κομπορρημονήσαν(ε) |
θα κομπορρημονήσουν(ε) | να κομπορρημονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κομπορρημονήσει | είχα κομπορρημονήσει | θα έχω κομπορρημονήσει | να έχω κομπορρημονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κομπορρημονήσει | είχες κομπορρημονήσει | θα έχεις κομπορρημονήσει | να έχεις κομπορρημονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κομπορρημονήσει | είχε κομπορρημονήσει | θα έχει κομπορρημονήσει | να έχει κομπορρημονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κομπορρημονήσει | είχαμε κομπορρημονήσει | θα έχουμε κομπορρημονήσει | να έχουμε κομπορρημονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κομπορρημονήσει | είχατε κομπορρημονήσει | θα έχετε κομπορρημονήσει | να έχετε κομπορρημονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κομπορρημονήσει | είχαν κομπορρημονήσει | θα έχουν κομπορρημονήσει | να έχουν κομπορρημονήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.