αλαζονεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλαζονεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλαζονεύομαι (περιαυτολογώ)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.la.zoˈne.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλαζονεύομαι

Ρήμα

αλαζονεύομαι, πρτ.: αλαζονευόμουν, αόρ.: αλαζονεύτηκα, μτχ.π.π.: αλαζονεμένος[2]

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αλαζονεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.