επίταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίταση οι επιτάσεις
      γενική της επίτασης* των επιτάσεων
    αιτιατική την επίταση τις επιτάσεις
     κλητική επίταση επιτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίταση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίτα(σις) + -ση[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + τάση  δείτε το αρχαίο τάσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.ta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίταση

Ουσιαστικό

επίταση θηλυκό

  1. η αύξηση έντασης, το δυνάμωμα
    όταν καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε, αυτό αποτελεί δυνητικό παράγοντα επίτασης μιάς κρίσης χρέους
  2. η επιδείνωση
  3. (γραμματική) η ενίσχυση της έννοιας μιάς λέξης με άλλη λέξη ή μόριο
     δείτε τη λέξη επιτατικός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.