δυνάμωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυνάμωμα τα δυναμώματα
      γενική του δυναμώματος των δυναμωμάτων
    αιτιατική το δυνάμωμα τα δυναμώματα
     κλητική δυνάμωμα δυναμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυνάμωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δυνάμωμα < δυναμώ(νω) + -μα. Δείτε και δύναμις

Ουσιαστικό

δυνάμωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.