επίπλαστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επίπλαστα < επίπλαστος + -α
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
επίπλαστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επίπλαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επίπλαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.