ίλαρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ίλαρχος | οι | ίλαρχοι |
| γενική | του | ίλαρχου & ιλάρχου |
των | ίλαρχων & ιλάρχων |
| αιτιατική | τον | ίλαρχο | τους | ίλαρχους & ιλάρχους |
| κλητική | ίλαρχε | ίλαρχοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ίλαρχος < (ελληνιστική κοινή) ἴλαρχος
Ουσιαστικό
ίλαρχος αρσενικό
- (παρωχημένο) αξιωματικός του ιππικού
- στρατιωτικός βαθμός στο όπλο των τεθωρακισμένων, αντίστοιχος του λοχαγού στο πεζικό· διοικητής ίλης
Συγγενικά
- ανθυπίλαρχος
- επιλαρχία
- επίλαρχος
- υπίλαρχος
- → δείτε τη λέξη ίλη
Μεταφράσεις
ίλαρχος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.