επιλαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιλαρχία | οι | επιλαρχίες |
| γενική | της | επιλαρχίας | των | επιλαρχιών |
| αιτιατική | την | επιλαρχία | τις | επιλαρχίες |
| κλητική | επιλαρχία | επιλαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιλαρχία < (ελληνιστική κοινή) ἐπιλαρχία
Ουσιαστικό
επιλαρχία θηλυκό
- (παρωχημένο) μονάδα ιππικού
- (στρατιωτικός όρος) μονάδα (τάγμα) τεθωρακισμένων
Πολυλεκτικοί όροι
- επιλαρχία υποστηρίξεως
Μεταφράσεις
επιλαρχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.