effet
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɛ.fɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| effet | effets |
effet (fr) αρσενικό
- το αποτέλεσμα, η συνέπεια, η επίδραση, η επενέργεια, η επίπτωση
- το εφέ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.