impact

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

impact < λατινική impactus < inpingo < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɪm.pækt/ (ουσιαστικό)
ΔΦΑ : /ɪmˈpækt/ (ρήμα)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
impact impacts

impact (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η επίδραση, η επίπτωση, ο αντίκτυπος
    the impact of new ideas on young people - η επίδραση των νέων ιδεών στη νεολαία
    All this hard work is starting to have an impact on his health.
    Όλη αυτή η σκληρή δουλειά αρχίζει να έχει επίδραση στην υγεία του.
    What impact will this have on our relationship.
    Τι επίπτωση θα έχει αυτό στη σχέση μας;
    This will have a far-reaching impact.
    Αυτό θα έχει σοβαρότατο αντίκτυπο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη effect
  2. η κρούση, η πρόσκρουση
    The impact was tremendous.
    Η κρούση ήταν τρομερή.
    The airplane crashed on impact with the ground.
    Το αεροπλάνο κατά την πρόσκρουσή του στο έδαφος συντρίφτηκε.

Ρήμα

ενεστώτας impact
γ΄ ενικό ενεστώτα impacts
αόριστος impacted
παθητική μετοχή impacted
ενεργητική μετοχή impacting

impact (en)

  1. μπήγω, ενσφηνώνω
  2. συμπιέζω
  3. προσκρούω, συγκρούομαι
  4. επηρεάζω

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

impact < λατινική impactus < inpingo < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ̃.pakt/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
impact impacts

impact (fr) αρσενικό

  1. το πλήγμα, το κρούσμα, η κρούση
  2. η επίδραση
  3. o αντίκτυπος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.