garrot

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

garrot (fr) αρσενικό

  1. μικρό κυλινδρικό ξύλο που περνάει μέσα από ένα σχοινί και, περιστρεφόμενο, λειτουργεί ως σφιγκτήρας
  2. (κατ’ επέκταση) το μαρτύριο του σταγγαλισμού
  3. (ιατρική) ο αιμοστατικός επίδεσμος, το τουρνικέ που χρησιμεύει στη μείωση της ροής του αίματος
     δείτε τις λέξεις αιμοστατικός και επίδεσμος

  • garrot στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.