επιδένω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιδένω < αρχαία ελληνική ἐπιδέω

Ρήμα

επιδένω (παθητική φωνή: επιδένομαι)

  1. δένω κάτι πάνω από κάτι άλλο
  2. (ειδικότερα) (ιατρική) καλύπτω με επίδεσμο ή γάζα τραύμα ή πληγή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.