επίδεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίδεση οι επιδέσεις
      γενική της επίδεσης* των επιδέσεων
    αιτιατική την επίδεση τις επιδέσεις
     κλητική επίδεση επιδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίδεση < αρχαία ελληνική ἐπίδεσις < ἐπιδέω
επίδεση χεριού

Ουσιαστικό

επίδεση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.