επίβουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίβουλος η επίβουλη το επίβουλο
      γενική του επίβουλου της επίβουλης του επίβουλου
    αιτιατική τον επίβουλο την επίβουλη το επίβουλο
     κλητική επίβουλε επίβουλη επίβουλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίβουλοι οι επίβουλες τα επίβουλα
      γενική των επίβουλων των επίβουλων των επίβουλων
    αιτιατική τους επίβουλους τις επίβουλες τα επίβουλα
     κλητική επίβουλοι επίβουλες επίβουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίβουλος < αρχαία ελληνική ἐπίβουλος

Επίθετο

επίβουλος, -η, -ο

  1. που επιβουλεύεται άλλους
  2. που γίνεται με επιβουλή ή από επιβουλή

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.